- ρέκτης
- ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α [ῥέζω (Ι)]δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικός («ἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον»)αρχ.ιερεύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥέκτης — active masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέκτης — ο άνθρωπος δραστήριος και με πρωτοβουλία: Οεκσυγχρονισμός των φορολογικών υπηρεσιών είναι έργο του ρέκτη υπουργού των Οικονομικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥέκται — ῥέκτης active masc nom/voc pl ῥέκτᾱͅ , ῥέκτης active masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεκτῶν — ῥέκτης active masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέκτην — ῥέκτης active masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέκτῃ — ῥέκτης active masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέκτα — ῥέκτᾱ , ῥέκτης active masc nom/voc/acc dual ῥέκτης active masc voc sg ῥέκτᾱ , ῥέκτης active masc gen sg (doric aeolic) ῥέκτης active masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέκτωρ — και ῥαίκτωρ ορος, ὁ, ΜΑ τίτλος διοικητή επαρχίας ή μεγάλου στρατιωτικού σώματος μσν. ῥέκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rector «διοικητής» (< rego «διευθύνω, διοικώ»). Η λ. με τη σημ. «ρέκτης» < ῥέζω (Ι) + επίθημα τωρ (πρβλ. λέκ τωρ)] … Dictionary of Greek
ῥέκτας — ῥέκτᾱς , ῥέκτης active masc acc pl ῥέκτᾱς , ῥέκτης active masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρέκτης — εὐρέκτης, ὁ (Α) ευεργετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρέκτης (< ρέζω «πράττω»)] … Dictionary of Greek